αστυνόμο

αστυνόμο
polis komiseri

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σιμενόν, Ζωρζ — (Simenon). Βέλγος συγγραφέας που έγραψε στα γαλλικά. Γεννήθηκε το 1903. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος· έκδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1920 και δεν άργησε να επιβληθεί ως συγγραφέας αστυνομικών έργων, ιδιαίτερα με τον ήρωά του… …   Dictionary of Greek

  • αστυνομεύω — 1. εκτελώ αστυνομικά καθήκοντα 2. μτφ. κάνω τον αστυνόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστυνόμος. Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • αστυνομικός — ή, ό (Α ἀστυνομικός, ή, όν) [αστυνόμος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστυνόμο ή στο έργο του νεοελλ. ως ουσ. όργανο της αστυνομίας, αστυνόμος …   Dictionary of Greek

  • ζαμπίτης — ο (Μ ζαπίτης) (στην τουρκοκρατία) αστυνομικό όργανο, αξιωματικός που αντιστοιχεί προς τον αστυνόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zabit] …   Dictionary of Greek

  • υπαστυνόμος — ο, Ν 1. ο κατά σειράν ιεραρχίας αμέσως μετά τον αστυνόμο αξιωματικός, ο αναπληρωτής αστυνόμου 2. βαθμός αξιωματικού τής Ελληνικής Αστυνομίας, διαχωριζόμενος σε δύο τάξεις·3. φρ. «υπαστυνόμος Β » ο βαθμός με τον οποίο αποφοιτούν οι νέοι… …   Dictionary of Greek

  • Παπίλαρις, Στρατής — Οπλαρχηγός από τα Μεσκλά της Κρήτης. Οι επαναστατικές αρχές του νησιού τον διόρισαν αστυνόμο Κυδωνίας. Πολέμησε στη μάχη της Μαλάξας (1 Οκτωβρίου 1866), στην οποία και έπεσε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”